Αν Θέλεις Να Λέγεσαι Άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν΄αγωνίζεσαι για την ειρήνη και το δίκαιο.
Θα βγείς στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα ματώσουν απ΄τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
Αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
Μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
Αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
Έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
Εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Μπορεί να χρειαστεί ν΄αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
Ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ΄απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ΄απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
Για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν΄ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
Να κοιτάς έν΄ άστρο, να ονειρεύεσαι
Είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ΄το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ΄αποχαιρετήσεις όλ΄αυτά και να ξεκινήσεις
Γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
Για όλα τ΄άστρα, για όλες τις λάμπες και
Για όλα τα όνειρα
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια
Μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
Τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ΄ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
Θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι΄ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
Θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
Απ΄τ΄άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν΄ ασπρίζουν τα μαλλιά σου
Δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ΄ αρχίζουνε στον κόσμο
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ΄αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη:
Ειρήνη
Σα ναγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
Να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
Σα να στεκόσουνα μπροστά σ΄ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ΄την ομοβροντία που σε σκοτώνει
Εσύ ν΄ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
Τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Το Τίποτα Σαλπίζοντας Στη Χαυνωμένη Αθήνα

Στάθηκε στο παράθυρο. Έξω, η πορεία
Παρέες παρέες διέρρεε πίσω απ' το τζάμι.
Κραυγές, συνθήματα, σπασμοί: μια κωμωδία

Παιγμένη αποκαρδιωτικά, κι όμως οικεία,
Όσο ο βραχνάς της απειλής
Που συνηθίζεται στο τέλος, τον ξεχνάει κανείς,

Σαν σφαίρα κοιμισμένη στη θαλάμη.
Από τον δρόμο ανέβαινε μια ηλεκτρισμένη ηχώ·
Κάποιοι βομβάρδιζαν τη νέα Ιεριχώ

Με τα πυρά μιας μικροφωνικής.
Άλλοι, με ύφος αεροστάτου που δεν πέφτει,
Γρονθοκοπούσαν τον ουράνιο καθρέφτη.

«Όλα λαός», θυμήθηκε, κι αυτά κι εκείνα.
Ο κόρος, έστω· ο κόπος· η αηδία.
Ο θόρυβος που ορκίζεται πως είναι μανιφέστο.

Το τίποτα σαλπίζοντας στη χαυνωμένη Αθήνα.

Ο Ουρανός Δεν Έχει Άλλες Ιστορίες

Ο ουρανός δεν έχει άλλες ιστορίες,
Άλλο σκοτάδι, φως κρυφό που δεν ειπώθη,
Άλλη ψυχή να του χαλάμε για να κλώθει
Πολέμους, έρωτες, λαμπρές εκεχειρίες.

Όμως απόψε που είχε θέατρο να φύγει,
Πορφύρας άπλωμα για την υπόκλισή του,  
Με πυρπολεί το φως με δάφνες του απροσίτου,
Όλα ισχύουν και μια δόξα τα τυλίγει.

Όλα πυργώνουν, πάλι πέφτουν, και βραδιάζει
Στα χρονικά του έρωτα και του θανάτου,
Σκόνη και σκύβαλα, συντρίμματα και χνώτα·

Ένα μικρό παιδί μες στα σκεπάσματά του
Ανοίγει πάλι λίγο κόσμο και διαβάζει
Πριν κοιμηθεί σ’ ένα παράπονο από φώτα.

The Ballad Of Choosing

Love brought a garland to my feet today
Offering to crown my head withal, and said:
"The year is young, it is the time of May,
Autumn is distant, and the winter, dead"
And would therewith my brows have garlanded
But that I asked him "Is not this a fire
To burn the scorched brain through my maddened head?
Thou has a guerdon, is it not for hire?"

Fame brought a golden crown, bejeweled o'er
With precious rubies beyond price, and cried
"The world is young, thy name shall evermore
Ring in men's ears, stately and glorified"
But I, with shuddering lips, to him replied:
"Fame is the aramanth that fools desire
My soul's price is beyond thy jewel's pride
Thou has a guerdon, is it not for hire?"

Wealth brought to me a purse, whose glancing gold
Mocked the sun's rays, grown dull as iron rust,
And pressed it in my hand, saying "Behold
The corner-stone of fame, the means of lust"
And I: "In thee I put but little trust
Shameful, most vile, accursed of God's ire,
Dross of the dunghill's most detested dust,
Thou has a guerdon, is it not for hire?"

Christ came to me, alone and sorrowful,
And offered me a cross, saying to me,
"I have great joys to give most bountiful.
Carry this through the world, and when the sea
Of death is past, then is prepared for thee
A house of many mansions." My desire
Hid not from me the vileness of his plea:--
'Thou has a guerdon, is it not for hire?'

Η Καρδιά Μας

Η καρδιά μας είναι ένα κύμα που δεν σπάει
Στην ακρογιαλιά. Ποιος μαντεύει τη θάλασσα
Απ' όπου βγαίνει η καρδιά μας; Αλλά είναι η
Καρδιά μας ένα κύμα μυστικό, χωρίς αφρό.
Βουβά πιάνει μια στεριά κι αθόρυβα σκαλίζει
Το ανάγλυφο ενός πόθου, που δεν ξέρει
Απογοήτευση κι αγνοεί τη ησυχία.

Άλλοτε Η Θάλασσα

Άλλοτε η θάλασσα μας είχε σηκώσει στα φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στόν ύπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τα πουλιά στόν αγέρα
Τις ημέρες κολυμπούσαμε μέσα στις φωνές και τα χρώματα
Τα βράδια ξαπλώναμε κάτω απ' τα δέντρα και τα σύννεφα
Τις νύχτες ξυπνούσαμε για να τραγουδήσουμε
Ήταν τότε ο καιρός τρικυμία χαλασμός κόσμου
Και μονάχα ύστερα ησυχία
Αλλά εμείς πηγαίναμε χωρίς να μας εμποδίζει κανείς
Να σκορπάμε και να παίρνουμε χαρά
Από τους βράχους ως τα βουνά μάς οδηγούσε ο Γαλαξίας
Και όταν έλειπε η θάλασσα ήταν κοντά ο Θεός.

Ο Φόβος Του Θανάτου

Κάποτε γίνεται ο φόβος του θανάτου
Ύπνος βαθύς και τον σκεπάζει ο Τειρεσίας·
Σαν νυχτοφύλακας σε ώρα υπηρεσίας
Που αποκοιμήθηκε στην άγρυπνη σκιά του.

Γι’ αυτό προσφεύγουμε στη λύπη των ονείρων
Μ’ ένα υπόλοιπο ντροπής κι αθανασίας,
Κι ο μελανόπτερος επάνω μας σωσίας
Άλλοτε σκύβει λυρικός κι άλλωτε είρων.

Κι όταν βραδιάζει σαν αθώωση του ασώτου,
Κι ο ουρανός μετεωρίζεται και παίρνει
Όλο το μέσα της ζωής για να νυχτώσει,

Είναι επόμενο να στρέφουμε με τόση
Πνοή στη μαντική του δύναμη, ωσότου
Ο σπαραγμός του την καινούρια μέρα σπέρνει.

Αντίκλητος Της Λύπης Των Αιθέρων

Στον ουρανό δεν έζησα ποτέ μου
Κι όμως θυμούμαι κι εύχομαι το φως του
Τις νύχτες όταν δέομαι του αγνώστου
Θεού σε μια ζωή μεσοπολέμου.

Μονάκριβος δεν είμαι, δεν πιστεύω
Πως πύκνωσε ο κόσμος για να ζήσω
Για μια στιγμή θα στάθηκε πιο πίσω
Ο θάνατος και μ' άφησε ν' ανέβω.

Ίσως η μοίρα φρόντισε να μείνω
Αντίκλητος της λύπης των αιθέρων
Για να τελώ των σκοτεινών εταίρων
Τη μνήμη και τη δόξα τους να κλίνω.

Φρεγάδα

Ο καθρέφτης ζωγραφίζει το πορτραίτο της,
Για τα κατσαρά της καίει το καμινέτο της,
Φιγουρίνι ξεφυλλίζει κάνα φόρεμα,
Ντεκολτέ να φανερώνει τ' άσπρα της λαιμά,
Το κραγιόν τα δυό της χείλια βάφει κρεμεζί,
Να τα δει τ' αγόρι απ' τ' αντίκρυ μαγαζί.

Να τα δει να παραγγείλει ούζα δεύτερα
Να φυτρώσουνε στον ήλιο κόκκινα φτερά,
Κόκκινα φτερά στον ήλιο και καήκανε,
Οι δραγάτες στο περβόλι μπαινοβγήκανε,
Μέρα φεύγει κι άλλη μέρα κι ήτανε σαν ψες
Νυφικό που το 'χες τάξει και δεν το 'ραψες.

Προπολεμικιά φρεγάδα με τα όλα της,
Τα φτιασίδια, τα κολιέ της, τα βραχιόλια της
Να κοιτάει απ' το κάδρο την παλιά γωνιά,
Έφυγε και ξαρματώθη σ' άλλη γειτονιά
Νύχτα βγήκε για σεργιάνι, νύχτα χάθηκε
Άσπρο γιασεμί το 'λέγαν και μαράθηκε.

Με Δόσεις

Κρυώνουμε, πατέρες, μας σαρώνουν
Διατάγματα θανάτου· τις αργίες
Τα σώματα πονούν και ζευγαρώνουν·
Σε γάμους, σε βαφτίσια, σε κηδείες,
Φοβόμαστε και μας κατευοδώνουν
Στις παγερές του σύμπαντος βεγγέρες
Κυρίες των δυνάμεων, μητέρες.

Στηρίχτηκεν η κλίμακα στη γη μου
Μα πέρασε τα σύννεφα κι εχάθη·
Κι ανέβαινε τις σκάλες της πνοής μου
Ο αγώνας των αγγέλων, που απ' τα βάθη
Μετέφεραν τη φλόγα της ζωής μου·
Κι έπεφτε αργά σαν στάχτη η βασιλεία
Των ουρανών στην άδεια πολιτεία

Και σκέπασε τις μέρες μου σαν φάσμα
Η λύπη σας, πατέρες, κι η σοφία,
Μα κράτησα για μια στιγμή στο χάσμα
Του κόσμου που αποσύρθηκε με βία
Μια δόξα που λαμπάδιασε σαν άσμα:
Θεέ, με δόσεις παίρνε με μαζί σου
Στο φως του τεχνητού σου παραδείσου.

Καλλυντικό Ψυχής

Φθινόπωρο στου Στρέφη κι όλο πέφτει
Βροχούλα, της ψυχής καλλυντικό.

Ο Ουρανός

Στον ουρανό θα χάθηκαν τα χρόνια,
Πατημασιές θηράματος στα χιόνια
Εκεί θα προσμετρήθηκαν οι μέρες,
Για μια παρτίδα φως με τους αιθέρες.

Ο ουρανός θησαύριζε τις νύχτες
Τοκίζοντας τους μαύρους ωροδείχτες
Και ρήμαζε τη χώρα των ονείρων
Με τάγματα αγγέλων και μαρτύρων.

Στον ουρανό πληρώνουμε το νοίκι
Για μια ζωή που μόλις μας ανήκει
Και λίγο λίγο δίνουμε το σώμα
Στον ουρανό, εικόνα, και στο χώμα.

Εκεί τα βράδια κάνουν περιπάτους
Των φίλων οι σκιές με τα καλά τους
Κι από ψηλά κοιτάζουνε την πόλη
Ηλεκτρικό, τις νύχτες, περιβόλι.

Στον ουρανό γυρίζουμε τα μάτια
Για κάποια παιδικά μας μονοπάτια
Κι αθροίζουμε πιο αίθριοι στο φως του
Σκοτάδια, προμηνύματα του αγνώστου.

Στο λίγο που μας δόθηκε εδώ κάτω
Να καρτερούμε φως καλοσυνάτο,
Μας ψηλαφεί τ' αδιάφορό του ύφος
Το σώμα, την ψυχή, σαν τοκογλύφος.

Στον ουρανό, θα λέμε, πήγες, Χρήστο
Να ζήσεις εν κρυπτώ και παραβύστω
Μα το πρωί εκείνο στου Ζωγράφου
Στην παγωνιά σωπαίναμε του τάφου.

Ερωτική Εξίσωση

Ο έρωτας, λοιπόν, μας εξισώνει
Απόλυτα, σαν να 'μαστε φαντάροι,
Μονάχα προς τα πάνω, προς τη χάρη
Του κόσμου που δεν πλάστηκε με σκόνη.

Η Γλώσσα Της Χαράς

Κι όλα τ' αστρανάμματα μαζί
Κι όλα τα τραγούδια των κυμάτων
Κι ό,τι υπάρχει ακόμα κι ό,τι ζει
Έξω από τη νάρκη των μνημάτων.

Όλα με τη γλώσσα της χαράς
Με καλούν να ζήσω μα - ω, τι κρίμα!...
Άμοιρη ψυχή, μη σπαρταράς
Κάτι με τραβά σε κάποιο μνήμα.

Το Πλοίο Περιμένει

Το πλοίο περιμένει
Γιατί την τελευταία στιγμή κοντά μου να φανείς;
Δε θα μ'αποχαιρέταγε σαν θά 'φευγα κανείς,
Και θά 'φευγα αδιάφορος σαν από χώρα ξένη.
Μα τώρα με τον τόπο αυτό, κάποια φιλία με δένει
Και τα δεσμά μου τα όμορφα να σπάσω δεν μπορώ,
Κι ενώ να μείνω θα 'θελα πολύ, κοντά σας να χαρώ
Το πλοίο περιμένει

Θα Μπορούσα Να Τον Είχα Αγαπήσει

Είμαστε φάτσα με φάτσα
Με τον εχθρό μου.
Ένα γραφείο μονάχα μας χωρίζει
Σα χαράκωμα ή σαν τάφος.
Πίσω απ' τις αξιοπρεπείς μας μάσκες
Από πολύ βαθιά ανεβαίνει και μας καίει το μίσος.
Και να που τούτη τη στιγμή,
Τώρα που παίζεται η ζωή μου,
Ανακαλύπτω στη μορφή του πως
Θα μπορούσα να τον είχα αγαπήσει.
Να που τούτη τη στιγμή ανακαλύπτει
Στη μορφή μου
Πως θα μπορούσε να με είχε αγαπήσει.

Έλαιον, Ου Θυσίαν

Έλαιον θέλω και ου θυσίαν
Κι εμείς που θυσιαστήκαμε;
Κι εμείς που δε λαδώσαμε;

Το Βλέμμα Σου Δεν Έδυσε

Το βλέμμα σου δεν έδυσε
Θα πάω στον ήλιο να το δω που φέγγει
Θα πάω στα μάτια σου να κελαηδήσω
Δε θα μιλάς, δε θα μιλάς ποτέ σου
Θα σε φιλώ και θα φιλάς τον ήλιο
Δε θα με μέλει αν δε φιλάς εμένα
Θα σε φιλώ και θα πετάς στον ήλιο
Θα σ'αγαπώ και θα σε βλέπω εντός μου
Σαν να μην έχεις πια να κελαηδήσεις
Σαν να μην έχεις πια φωνή σου μέσα
Σαν να μην έχεις πια το πρόσωπό σου
Κι όμως να τρέχεις με το πρόσωπό μου
Με τη φωνή μου να σηκώνεις χώμα
Στον ήλιο να το ρίχνεις τραγουδώντας

Να Κοιμάσαι Νηστικός

Να κοιμάσαι νηστικός σε μια σοφίτα
Να είσαι ο τεμπέλης του σπιτιού
Να γίνεσαι σκουπίδι
Όταν ανοίγεται ένα λερωμένο στόμα
Θα σηκώσω το γιακά
Για να φύγω σαν ληστής
Από το δικό μου σπίτι
Θα κοιμηθώ στους δρόμους
Για να νιώσω ολάκερη την πολιτεία
Να τουρτουρίζει μαζί μου
Στο παλτό μου έχω ένα λεκὲ
Αλλά είναι καλό που δεν τον βλέπω
Θα το ξαπλώσω χάμω
Και θα στρωθώ πάνω του
Να πιω λίγη βραδιά
Στη γωνιά του έρημου κήπου
Θα αιστανθώ τη σελήνη
Όπως δεν αιστάνθηκα τίποτε
Στη ζωή μου
Θα την αιστανθώ στα χείλια μου
Σαν ένα αχλάδι
Στα μάγουλα
Σαν άλλα μάγουλα.

Password

Όλος ο κόσμος θέλει password
Κι εγώ δεν ξέρω αν είμαι χρήστης.

Ήδη

Μια γυναίκα στο δρόμο
Μαλώνει το παιδάκι της
«Δε θα πάμε σπίτι;
Θα σε κρεμάσω ανάποδα»
Γύρισα κι είδα το μικρό:
Ήτανε ήδη κρεμασμένο.

Χόρταση

Το γατί μου
Δε χορταίνει μόνο με χάδια
Θέλει και φαΐ.
Το κορμί μου
Δε χορταίνει μόνο με φαΐ
Θέλει και χάδια.

Οι Τσαλακωμένοι

Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
Ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους,
Σ' αυτούς που ώρες στέκονται σε μία ουρά,
Έξω από μια πόρτα ή μπροστά σ' έναν υπάλληλο,
Κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι
Για μια υπογραφή, για μια ψευτοσύνταξη.
Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
Γίνομαι ένα με τους τσαλακωμένους.

Τι Να Τα Κάνω Τα Τραγούδια Σας

Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας
Ποτέ δε λένε την αλήθεια
Ο κόσμος υποφέρει και πονά
Κι εσείς τα ίδια παραμύθια.

Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας
Είναι πολύ ζαχαρωμένα
Ταιριάζουν σε σοκολατόπαιδα
Μα δεν ταιριάζουνε για μένα.

Ο Χρόνος Κι Η Συναλλαγή

Ό,τι μας γλύκανε, το ξέπλυνε ο χρόνος κι η συναλλαγή.

Φλέβα Χρυσού

Αργοκοιμάται πάνω στον καναπέ
Χωρίς ελπίδα οι εξηγήσεις
Για τρία χρόνια ήταν μέσ' στην καρδιά
Και τώρα πώς να την αφήσεις;

Πώς να πιστέψεις ότι τέλειωσε;
Ότι η αγάπη πια πεθαίνει;
Μα οι ρόδες βιάζονται να φτάσουν στο σταθμό
Μέσα στη νύχτα ένα τρένο περιμένει.

Είν' το χρυσάφι που με παίρνει μακριά
Το μέταλλο που δε σκουριάζει
Άγρυπνο αστέρι φέγγει από ψηλά
Μέσα στο τρένο με κοιτάζει.

Κι η νύχτα πέρασε και ήρθε η αυγή
Μια μέρα ακόμα σαν τις άλλες
Μαύρα τα σύννεφα, θα ρίξει βροχή
Ήδη χτυπάν οι πρώτες στάλες.

Της αλχημείας μεταμόρφωση
Που η φθορά δεν την πειράζει
Μέταλλα που γεννιούνται μέσα στη Γη
Χαλκός που σε χρυσό αλλάζει.

Πούλησα μια ζωή επίχρυση
Για έναν θησαυρό κρυμμένο
Σ' έναν παλιό χάρτη, πειρατικό
Στο χέρι πρόχειρα φτιαγμένο.

Βρήκα διαμάντια σε κομμάτια γυαλί
Καρπούς μέσ' στα ξερά τα χόρτα
Ελευθερία μέσ' στη φυλακή
Και το κλειδί πάνω στην πόρτα.

Βρήκα το φίλο μέσα στον εχθρό
Τον Ήλιο πίσω απ' τη Σελήνη
Ένα μπουκάλι πλέει στον ωκεανό
Άπιαστο όνειρο που αλήθεια θα γίνει.

Τραγούδι μέσ' στο εργοστάσιο
Φλέβα χρυσού στη γειτονιά σου
Κι ούτε θυμάμαι πώς περπάτησα
Τα λίγα μέτρα μέχρι την εξώπορτά σου.

Οι Κολώνες

Ρυτιδιασμένη και φτωχή, περήφανη εταίρα
Κατάντησες πατρίδα μου, μεγάλη μου μητέρα
Δε βλέπεις που τα χάλια σου στον κόσμο φανερώνεις
Μα τους παλιούς σου εραστές θυμάσαι και βουρκώνεις
Γκρέμισε τούτες τις κολώνες
Που σε βαραίνουν τόσους αιώνες
Ξέβαψε το αρχαίο τους μεγαλείο
Και το μνημείο έγινε μαυσωλείο.

Στον τελευταίο του σπασμό το πτώμα
Μοιάζει να είναι ζωντανό ακόμα
Το πνεύμα έφυγε όμως απ' το κορμί του
Βγάζει απλώς την τελευταία εκπνοή του. 

Γκρέμισε τούτες τις κολώνες
Που σε πλακώνουν τόσους αιώνες
Πες μου, πώς θες να γράψεις Ιστορία
Με στείρα, μίζερη προγονολατρεία; 

Το μέλλον που έρχεται κανείς δεν το ξέρει
Θεοί καινούργιοι μάς απλώνουν το χέρι
Αφέσου να πετάξεις δίχως φορτία
Από "αθάνατες γραφές" και "ιερά βιβλία".

Γκρέμισε τούτες τις κολώνες
Φτιάξε δικούς σου Παρθενώνες!
Ήρθε η ώρα όλα πια να αλλάξεις
Τις ιερές σου αγελάδες να σφάξεις.

Νιώσε το αίσθημα να μην έχεις σπίτι
Ούτε πατρίδα ούτε θεό στον πλανήτη
Δεν είναι ίλιγγος; Ζαλάδα δε φέρνει;
Δε σε μεθάει; Δε σε παρασέρνει;